αεροπρογεφύρωμα

αεροπρογεφύρωμα
Στρ. καθορισμένη περιοχή σε εχθρικό ή απειλούμενο έδαφος, η κατάληψη ή η διατήρηση τής οποίας εξασφαλίζει τη συνεχή από αέρος απόβαση τμημάτων και υλικού και παρέχει τον αναγκαίο χώρο ελιγμού για περαιτέρω επιχειρήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”